- κακοδαιμονώ
- (I)κακοδαιμονῶ, -άω (Α) [κακοδαίμων]κατέχομαι από κακό δαίμονα, δαιμονίζομαι.————————(II)(Α κακοδαιμονῶ, -έω) [κακοδαίμων]έχω κακή τύχη, δυστυχώαρχ.αστρολ. βρίσκομαι στην περιοχή τού κακού δαίμονα.
Dictionary of Greek. 2013.